Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Ο προσκυνητής...

Περί ταπεινότητας...

« Είναι σχεδόν ακατόρθωτο, αδύνατο θα έλεγα να ταπεινώσεις κάποιον ο οποίος σε όλη την διάρκεια της ζωής του έζησε, και έπραξε τα όσα έπραξε με ταπεινότητα » είπε με σιγανή, σχεδόν ψιθυριστή φωνή ο ζητιάνος.
« Δεν μπορούμε να τυφλώσουμε ένα τυφλό, δεν είναι δυνατόν να αφαιρέσουμε την αίσθηση της ακοής από έναν κουφό....δεν νομίζω να μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο »
μου φώναξε  ρουφώντας άλλη  μια γουλιά από φαρμακευτικό οινόπνευμα .
    Καθισμένος εκεί στην γωνία του δρόμου, παρέα τα πεταγμένα σκουπίδια, μεθυσμένος όπως πάντα προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη το σαλεμένο του μυαλό, μονολογώντας αόριστα, σχεδόν ακαταλαβίστικα, για όσους δεν ήθελαν να τον καταλάβουν, και εγώ αθέατος θεατής, να παρακολουθώ τις σκέψεις του...

« Δεν μπορούμε ρε φίλε να πούμε σε ένα μουγκό πουλί να κελαηδήσει »  είπε και μου ζήτησε τσιγάρο...
« Είναι τόσο εγωιστικό να πιστεύουμε πως μπορούμε να μηδενίσουμε έναν άνθρωπο ο όποιος ήδη είναι μηδέν, κάποιον που νιώθει πως είναι πραγματικά ένα τίποτα »
    Τόσο λογικά αυτά που έλεγε, αλήθειες που τρυπούσαν τα σωθικά μου, πως είναι δυνατόν ένας τόσο λογικός άνθρωπος να βρίσκεται πεταμένος σε μια γωνιά του δρόμου ;
Τον πλησίασα, του πρόσφερα λεφτά μα αυτός αρνήθηκε, με κοίταξε και με την σιγανή φωνή του ψιθυριστά μου μίλησε..
« Κοίτα φίλε, όλη μου την ζωή την πέρασα με ανθρώπους που είχαν καβαλήσει το καλάμι, ήταν ένα τίποτα, και πίστευαν πως ήταν κάποιοι, τους έβλεπα να πέφτουν από την ψευδαίσθηση τους, και να τσακίζονται, να πονούν, να κλαιν και να οδύρονται..., ένιωθαν πως έχαναν τον κόσμο όλο, αυτόν τον ψεύτικο κόσμο που αυτοί δημιούργησαν.
ήταν μηδενικά, και πίστευαν πως ήταν νούμερα »
    Άλλη μια γουλιά από το οινόπνευμα, του θόλωσε το βλέμμα.
« Έβλεπα τους γύρω μου να πέφτουν, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβα να κάνω ούτε μια ευχή... »
    Χαμογέλασε ζεστά, ανθρώπινα, και εγώ του πρόσφερα ένα τσιγάρο που με ευχαρίστηση άναψε...
« Έτσι και εγώ φρόντισα, να ρίξω τον εαυτό μου στο δάπεδο, από μηδέν που ένιωθα πως ήμουν, με μετέτρεψα σε αρνητικό αριθμό, έγινα συνώνυμο του τίποτα, έτσι σίγουρα δεν θα μπορεί κανείς να με ταπεινώσει, δεν υπάρχει πιθανότητα να πέσω από κανένα ύψος και να κτυπήσω, βλέπεις με έχω ρίξει εγώ ο ίδιος άπειρες φορές στον πάτο, έχω προνοήσει.... »
    Μουρμούρισε γεμάτος περηφάνια. Τι ωραίος, παράξενος άνθρωπος σκέφτηκα.
Το κρύο πονούσε όλο μου το κορμί, και εγώ ξαπλωμένος στο διπλανό παγκάκι, προσπαθούσα να μειώσω τον εαυτό μου, να ρίξω και εγώ με την σειρά μου τον εγωισμό μου κάτω από το καλάμι., δεν είναι δυνατόν να θεωρώ τον εαυτό μου ανώτερο σκέφτηκα....και έκλεισα τα μάτια. 

Περί περιφρόνησης...

Δεν πέρασαν μερικές ώρες, και το κρύο με ξύπνησε, επικίνδυνο το χειμωνιάτικο πρωινό αγιάζι, με συντρόφια του τον Βορρά, μπορεί να σε πληγιάσει...
Γύρισα το κεφάλι και είδα τον ζητιάνο να με κοιτάζει κατάματα, με μάτια βουρκωμένα, έτοιμος να βάλει τα κλάματα...Σηκώθηκα από το παγκάκι και τον ρώτησα τι έχει.
Για λίγο κόμπιασε, αναστέναξε βαθιά και μου αποκρίθηκε...
«  Φίλε, αδελφέ μου ένα πράγμα κατάφερνε πάντοτε να με πονά, η αχαριστία, μπορούσα να αντέξω όλα τα κτυπήματα, φανερά, κρυφά, ντόμπρα, και πισώπλατα, αλλά η αχαριστία από ανθρώπους που βοήθησα ήταν κάτι που με έκανε να στενοχωριέμαι, βλέπεις κατάφερα να γαλουχήσω τον εαυτό μου σε διάφορες κακουχίες, τον άλλαξα ριζικά, αλλά ποτέ μου δεν μπόρεσα να αλλάξω τα συναισθήματα μου. »
    Η πρώτη ρουφηξιά καπνού πάντοτε μου προκαλούσε βήχα, άπλωσα το χέρι μου και του πρόσφερα τσιγάρο ήταν το τελευταίο μου...
« Φίλε, ζούμε σε ένα διαρκές αλισβερίσι, δίνεις και παίρνεις, παίρνεις και δίνεις, εσύ για παράδειγμα μου έχεις δώσει αρκετά τσιγάρα από χθες, αν και γνωρίζεις πως δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω σαν αντάλλαγμα, και όμως συνεχίζεις να προσφέρεις απλόχερα, μου έδωσες ακόμα και το τελευταίο σου τσιγάρο....αυτό σε κάνει στα δικά μου μάτια ένα με εμένα, είσαι με συναισθήματα γεμάτος, είσαι Ανώτερος Άνθρωπος .»
    Που να ξέρες γέρο ζητιάνε, πως αυτές τις ώρες οι γνώσεις που μου πρόσφερες, αξίζουν αρκετά πακέτα τσιγάρα, σκέφτηκα και τον κοίταξα, στα γέρικα του χέρια.
«  Δεν υπάρχει περιφρόνηση αδελφέ, μονάχα αχαριστία, όταν πάρουν αυτό που θέλουν από εσένα, τότε σαν την λεμονόκουπα σε πετούν στα σκουπίδια, απλώς σου δίνουν μια κλωτσιά, και σου λένε και μια ευχή : αει στα τσακίδια.... »
   Ένα πικραμένο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του, τα καλυμμένα από τα πυκνά άσπρα του  γένια, το βλέμμα του έτρεξε στο παρελθόν...
   Δεν θα ήταν άστοχο να πω, πως μου θύμιζε έντονα κάποια βιβλική μορφή, με τα μακριά άσπρα του γένια, τα μακριά άσπρα του μαλλιά, τα γέρικα του χέρια...τι κρίμα είπα στον εαυτό μου, ένας τόσο μεγάλος άνθρωπος να ζει από επιλογή του ως ζητιάνος στον δρόμο....
«  Προσπάθησε να τιμωρείς τον εαυτό σου συχνά και μάλιστα αυστηρά, να τον ειρωνεύεσαι, να τον πληγώνεις, να τον βάζεις σε κίνδυνο, να τον ντροπιάζεις, να του συμπεριφέρεσαι απάνθρωπα και ελεεινά, μην φοβάσαι ,δεν θα σε προδώσει, είναι ο μόνος που δεν θα το κάνει ποτέ, θα τον κουβαλάς για πάντα, εκτός και αν καταφέρεις να τον σκοτώσεις, όταν πραγματοποιήσεις όλα αυτά τότε άσε τους άλλους να νομίζουν πως έχουν την εξουσία να σε περιφρονούν....αυτή είναι μια πραγματική ειρωνεία της ζωής »
   Που είναι η ειρωνεία ; Κατάφερα να ψελλίσω , εμποδιζόμενος από την παγωνιά του πρωινού.
« Προσπάθησε να καταλάβεις μικρέ.. »
Με κοίταξε και έκλεισε επιδεκτικά το μάτι...
«Δεν γίνεται ρε φίλε να περιφρονήσουν κάποιον που έχει ήδη περιφρονήσει τον ίδιο του τον εαυτό, δεν γίνεται, είναι αδύνατο »
Πέρασαν αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που είδα τον γέρο ζητιάνο.
Κάποιοι είπαν πως είχε φύγει σε κάποιο βουνό, ως ερημίτης, άλλοι είπαν πως τον βρήκαν ένα βράδυ νεκρό αλλά με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του, άραγε κατάφερε να νικήσει ακόμα και τον ίδιο τον Θάνατο ; Πέθανε πριν προλάβει να πεθάνει ;
    Κανείς δεν μπορεί να πει κάτι με σιγουριά, για το μοναδικό πράγμα  που είμαι σίγουρος όμως είναι πως εκείνο το κρύο βράδυ, η ζωή μου άλλαξε προς το καλύτερο, πέθανα ως άνθρωπος, και αναγεννήθηκα ως ζητιάνος, είμαι ένα τίποτα πλέον, δεν με ενδιαφέρει να είμαι κάποιος άλλος, αλλά να είμαι εγώ, δεν θέλω να κοιτάζω γύρω μου από ψηλά και με σκυμμένο το κεφάλι, προτιμώ να κοιτάζω από πολύ χαμηλά, με ψηλά το κεφάλι, δεν θέλω να είμαι κάποιος, θέλω να είμαι ο κανένας, δεν θέλω να με αγαπούν αλλά να μπορώ να αγαπήσω...
   Δεν προσπαθώ να είμαι αυτός που θέλουν οι άλλοι να είμαι αλλά αυτός που εγώ θέλω να είμαι....


 Παντελής Γάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου